διοίγω

διοίγω
διοίγνυμι
open
pres subj act 1st sg
διοίγνυμι
open
pres ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • διοίγνυμι — και διοιγνύω και διοίγω (Α) [οίγνυμι, οιγνύω, οίγω] 1. ανοίγω κάτι και τό κρατώ ανοιχτό 2. ( μαι) (για φυτά) βγάζω βλαστούς …   Dictionary of Greek

  • συνδιοίγω — Μ ανοίγω κάτι και τό κρατώ ανοιχτό μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + διοίγω «ανοίγω κάτι και τό κρατώ ανοιχτό»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”